Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το αλέτρι

См. также в других словарях:

  • αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… …   Dictionary of Greek

  • αλέτρι — το ιού, το άροτρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αλετράκι — το [αλέτρι] μικρό αλέτρι …   Dictionary of Greek

  • αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] …   Dictionary of Greek

  • αλετριά — η [αλέτρι] αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι, αυλακιά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»