-
1 αλέτρι
το плуг -
2 αλέτρι
[алетри] ουσ. о. плуг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλέτρι
-
3 αλέτρι
[алетри] ουσ ο плуг. -
4 αλέτρι
charrue -
5 αλέτρι
pług (m) rzecz. -
6 αλέτρι
pluh -
7 αλέτρι
ploughΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλέτρι
-
8 pulluk
αλέτρι, άροτρο -
9 saban
αλέτρι, άροτρο -
10 pluh
αλέτρι -
11 pług
αλέτρι -
12 пропахать
-пашу, -пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропаханный, βρ: -хан, -а, -оρ.σ.μ.1. οργώνω, αροτριώ φτιάχνω με το αλέτρι•гряды φτιάχνω βραγιές με το αλέτρι•
пропахать борозды ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι.
2. οργώνω (για ένα χρον. διάστημα)•он -ал до обеда αυτός όργωσε ως το μεσημέρι.
-
13 плуг
-
14 αλετρίβανον
ἀλετρί̱βανον, ἀλετρίβανοςpestle: masc acc sg——————ἀλετρί̱βανον, ἀλετρίβανοςpestle: masc acc sg -
15 αλετρίβανος
ἀλετρί̱βανος, ἀλετρίβανοςpestle: masc nom sg——————ἀλετρί̱βανος, ἀλετρίβανοςpestle: masc nom sg -
16 запашник
το αλέτρι/άροτρο/ο αναμο-χλευτήρας του ρηχού οργώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запашник
-
17 культиватор
с.-х. το μικρό αλέτρι/άροτρο* - глубокого рыхления - βαθειάς αραίωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > культиватор
-
18 плуг
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плуг
-
19 почвоуглубитель
с.-х. το άροτρο, το αλέτρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почвоуглубитель
-
20 соха
(орудие для вспахивания земли) το ξύλινο αλέτριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > соха
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… … Dictionary of Greek
αλέτρι — το ιού, το άροτρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
αλετράκι — το [αλέτρι] μικρό αλέτρι … Dictionary of Greek
αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] … Dictionary of Greek
αλετριά — η [αλέτρι] αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι, αυλακιά … Dictionary of Greek